Η ευθύνη για την θέσπιση των κανόνων που θα εκφράζουν την λαϊκή βούληση στο μέγιστο δυνατό βαθμό βαραίνει τον κοινό νομοθέτη, καθώς βάση Συντάγματος, το εκλογικό σύστημα ορίζεται από αυτόν. Στο άρθρο 54 παρ. 1 αναφέρεται ότι «το εκλογικό σύστημα ορίζεται με νόμο…» και εκτός από συγκεκριμένες βασικές επιταγές είναι ελεύθερος να το διαμορφώσει όπως κρίνει.
Τι προβλέπεται, λοιπόν, για όσους διαφωνούν; Τίποτα το ιδιαίτερο. Η εκλογική διαδικασία ζητά από τον πολίτη να εκφράσει αποκλειστικά την θετική του βούληση υπέρ ενός κομματικού σχηματισμού και η αποτύπωση αρνητικής βούλησης δεν προβλέπεται με κάποιον τρόπο. Συνήθης τακτική είναι, να ταχθεί με ο,τι θεωρεί "λιγότερο κακό". Αυτό μπορεί να είναι η αντίπαλη παράταξη από αυτήν που θεωρεί επιζήμια για το κράτος, ή ένα μικρό κόμμα χωρίς κοινό, που πιθανότατα δεν θα τον εκπροσωπήσει τελικά στο Κοινοβούλιο, εκφράζοντας δηλαδή μια βούληση που στην ουσία δεν τον αντιπροσωπεύει.
Εναλλακτικά, ο εκλογέας μπορεί να στραφεί στην ρίψη λευκού ή άκυρου ψηφοδελτίου. Αν και η εκφρασθείσα βούληση στις δύο αυτές περιπτώσεις ενδέχεται να διαφέρει ποιοτικά, καθώς η λευκή ψήφος υποδηλώνει μια συνειδητή πολιτική επιλογή, αποτελούν μια κοινή κατηγορία, χωρίς να συνεκτιμώνται στο τελικό αποτέλεσμα. Η περίπτωση του λευκού ψηφοδελτίου, μάλιστα, έχει απασχολήσει, διότι το 2006 (Νόμος 3434/2006) σταμάτησε να θεωρείται έγκυρη ψήφος, με σοβαρές αιχμές για την συνταγματικότητα αυτής της αλλαγής.
Ως αποτέλεσμα, σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού που δεν συμφωνεί με το πολιτικό σκηνικό της χώρας επιλεγεί την απόχη - την εκ πεποιθήσεως και συνειδητή αποχή. Φυσικά, τυπικά αυτό απαγορεύεται από το Σύνταγμα βάση της αρχής της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, που στηρίζεται στην αντίληψη της ψήφου ως υπέρτατο καθήκον του πολίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου