Η ελληνική αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία τονίζει ότι τα αξιόπιστα στοιχεία για το εύρος, τη φύση και τις επιπτώσεις των ενδοοικογενειακών επιθέσεων είναι ελλιπή. Τα διαθέσιμα ποσοστά μπορούν να θεωρηθούν απλά και μόνο πτυχές της πλήρους αλήθειας, με την πραγματική έκταση του προβλήματος να χάνεται σε αυτό που ονομάζουμε «σκοτεινούς αριθμούς». Αρκετά θύματα, που βίωσαν την βία των συντρόφων τους, αναφέρουν την πεποίθησή τους ότι καταγράφεται μόνο «η κορυφή του παγόβουνου», ενώ ερευνητές συμφωνούν ότι
ακόμη και με συστηματική καταγραφή στατιστικών δεδομένων, θα υποτιμάται το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία από τη φύση της, συμβαίνει στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, και τις περισσότερες φορές δεν κοινοποιείται σε κανέναν. Η αποσιώπηση, έστω και μερικώς, σημαίνει πως ποτέ δεν θα έχουμε μια ολοκληρωμένη και ακριβή εικόνα. Ερώτημα που συχνά διατυπώνεται, από μερίδα της κοινωνίας, είναι το γιατί οι κακοποιημένες γυναίκες (καθώς η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες και παιδιά) δεν εγκαταλείπουν τον σύζυγό τους.
ακόμη και με συστηματική καταγραφή στατιστικών δεδομένων, θα υποτιμάται το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι η ενδοοικογενειακή βία από τη φύση της, συμβαίνει στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, και τις περισσότερες φορές δεν κοινοποιείται σε κανέναν. Η αποσιώπηση, έστω και μερικώς, σημαίνει πως ποτέ δεν θα έχουμε μια ολοκληρωμένη και ακριβή εικόνα. Ερώτημα που συχνά διατυπώνεται, από μερίδα της κοινωνίας, είναι το γιατί οι κακοποιημένες γυναίκες (καθώς η πλειοψηφία των θυμάτων είναι γυναίκες και παιδιά) δεν εγκαταλείπουν τον σύζυγό τους.
Οι γυναίκες, πράγματι, συχνά παραμένουν με τους βίαιους συζύγους για χρόνια. Μερικοί υποστηρίζουν ότι, στις περιπτώσεις αυτές, είτε η βία δεν είναι τόσο σοβαρή, είτε οι γυναίκες χρειάζονται ή και απολαμβάνουν τη βία, γι’ αυτό δεν εγκαταλείπουν το σπίτι τους. Μια τέτοια θεώρηση, δείχνει άρνηση κατανόησης του συνολικού φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας και των παραμέτρων της, σύμφωνα με τα οποία αναδεικνύεται μια πληθώρα αιτιών.
Σημαντικοί παράγοντες βρίσκονται συχνά σε κοινωνικά στερεότυπα και παραδοχές για τις γυναίκες, το γάμο, την οικογένεια και τη βία. Θύματα σχολιάζουν πως, μετά το πρώτο περιστατικό βίας, είχαν την τάση να δικαιολογούν την αρνητική συμπεριφορά των συντρόφων τους, να πιστεύουν τις υποσχέσεις ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί και να ελπίζουν ότι η κατάσταση θα αλλάξει. Ένας σύνθετος παράγοντας, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι το αίσθημα ενοχής και ντροπής που αναπτύσσουν οι κακοποιημένες γυναίκες. Αν ο γάμος ή η σχέση αντιμετωπίζει προβλήματα, επιρρίπτουν ευθύνες αποκλειστικά στον εαυτό τους, ενώ το αίσθημα ντροπής τους εμποδίζει να μεταφέρουν τα προβλήματα αυτά σε φίλους και συγγενείς, ζητώντας βοήθεια.
Φυσικά, κομβικός παράγοντας για να αποφασίσει μια γυναίκα να εγκαταλείψει τον βίαιο σύντροφό της είναι η δυνατότητά της να ανταπεξέλθει κοινωνικά και οικονομικά στη νέα της ζωή. Ίσως να μην είναι σίγουρη για την παροχή βοήθειας, είτε από φιλικά και συγγενικά πρόσωπα, είτε από κοινωνικές υπηρεσίες. Πολλά θύματα πιστεύουν ότι διατρέχουν κίνδυνο ακόμα και όταν τελικά εγκαταλείψουν την συζυγική τους εστία, ότι θα τις παρακολουθούν ή θα τις σκοτώσουν. Έτσι, για να αισθανθεί ασφαλής μια γυναίκα, πιθανότητα θα πρέπει να μετακινηθεί, σε μια καινούρια γειτονιά ή και πόλη, αφήνοντας πίσω την καθημερινότητά της. Η ικανότητα να βρει σε αυτά τα νέα πλαίσια, μια εργασία που θα της επιτρέπει να βιοπορίζεται αξιοπρεπώς, είναι συχνά το πρώτο θέμα που την απασχολεί. Σε πιθανή ύπαρξη παιδιών που θα εγκαταλείψουν το σπίτι μαζί της, θα πρέπει και αυτά να συνηθίσουν να ζουν σε καινούριες συνθήκες, να κάνουν καινούριους φίλους.
Δυστυχώς, ακόμη λιγότερα είναι τα δεδομένα που έχουμε για το πώς αντιμετωπίζουν τη βίαιη σχέση οι ομάδες εθνικών μειονοτήτων ή τα ομοφυλοφιλικά άτομα στον πληθυσμό μιας χώρας και συγκεκριμένα της Ελλάδας, κάτι που αποτελεί σημαντικό κενό στην γενικότερη κατανόηση του προβλήματος.
Ωστόσο, το πιο αξιοσημείωτο δεν είναι το γεγονός ότι οι γυναίκες δυσκολεύονται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, αλλά το ότι τελικά πολλές βρίσκουν το θάρρος να κάνουν κάτι τέτοιο. Κάθε γυναίκα οδηγείται σε αυτή την απόφαση από διαφορετικό δρόμο και περιστάσεις, όπως ο φόβος ότι ο άνδρας της μπορεί να την σκοτώσει, ο φόβος για τα παιδιά ή την οικογένεια της, η βεβαιότητα ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, το σοκ ενός χτυπήματος, η αγωνία να μη χτυπηθεί ενώ είναι έγκυος κ.α. Επίσης, γυναίκες αναφέρουν ότι πολλές φορές κυριεύονταν από το φόβο ότι θα μπορούσαν να σκοτώσουν τον βίαιο σύζυγο.
Αξίζει, επιπλέον, να σημειώσουμε το γεγονός ότι είναι περισσότερες οι γυναίκες σήμερα, συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες, που εγκαταλείπουν τις σχέσεις βίας, χάρη στη δημοσιότητα που δίνεται στο πρόβλημα και τη μεγαλύτερη γνώση σχετικά με τη διαθέσιμη βοήθεια και υποστήριξη όπου μπορούν να προσφύγουν.
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!