Στις 5 Φεβρουαρίου 1916, δημοσιεύοντας μια αγγελία στην εφημερίδα, ο συγγραφέας και ποιητής Hugo Ball και η σύντροφος του και τραγουδίστρια Emmy Hennings, κάλεσαν καλλιτέχνες διαφόρων τομέων να συμμετάσχουν στην εκδηλώσεις του χώρου που εγκαινίαζαν, του ιστορικού σήμερα Cabaret Voltaire. Στον χώρο αυτόν, όπου η τέχνη ζωντάνευε μέσω του λόγου, του ρυθμού και της εικόνας σε συνθήκες αναρχίας και έκστασης, πήρε μορφή η ιδέα μιας αντι-τέχνης, ο ντανταϊσμός.
To Cabaret Voltaire δημιουργήθηκε στην Ζυρίχη, έναν ουδέτερο τόπο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που μαινόταν την εποχή εκείνη, προσελκύοντας έτσι αυτοεξόριστους καλλιτέχνες, που θέλησαν να αποφύγουν την αναταραχή του πολέμου. Αυτό που εξέφρασε δεν
ήταν ακριβώς μια αντιπολεμική κραυγή, αλλά περισσότερο αναζήτηση ελευθερίας της έκφρασης και μια προσπάθεια για ζωή η οποία δεν θα ποδηγετείται από καμιά εξουσία που γεννά πτώματα.
ήταν ακριβώς μια αντιπολεμική κραυγή, αλλά περισσότερο αναζήτηση ελευθερίας της έκφρασης και μια προσπάθεια για ζωή η οποία δεν θα ποδηγετείται από καμιά εξουσία που γεννά πτώματα.
Βρισκόταν στην οδό Spiegelgasse 1, στο πίσω μέρος μιας ταβέρνας και ο χώρος ήταν πλημμυρισμένος από κόσμο από την πρώτη μέρα. Άμεση ανταπόκριση στο κάλεσμα της αγγελία ήρθε από καλλιτέχνες όπως ο Hans Arp, o Tristan Tzara, o Marcel Janco και η Sophie Taeuber Arp, οι οποίοι θεωρούνται επίσης βασικοί θεμελιωτές του Cabaret Voltaire. Σημαντική μορφή είναι και ο Richard Huelsenbeck, ψυχαναλυτής και ποιητής, φίλος του Ball, που εισήγαγε αφροαμερικάνικους ρυθμούς ώστε να μειωθεί ο προφορικός λόγος. Η ομάδα του Cabaret Voltaire δημιούργησε τις βάσεις για αυτό που αργότερα θα ονομάζαμε performance, παρουσιάζοντας παραστάσεις που συνδύαζαν μουσική, χορό, ακροβατικά, απαγγελία ποιημάτων, ζωγραφική. Τεχνικά υπήρξε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, ωστόσο στην ουσία το Cabaret Voltaire ήταν ένα κέντρο καλλιτεχνικής αναρχίας. Οι ερμηνείες ήταν επιτηδευμένα τραχιές και χαοτικές, ενώ το θέαμα κατέληγε να είναι κτηνώδες και προκαλούσε αμηχανία, καθώς οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να αντανακλούν την αναταραχή της εποχής. Στόχος ήταν οι παρουσιάσεις να προσομοιώσουν μια ζωντανή τελετουργική πράξη, η δυναμική της οποίας πέρα από το να διασκεδάσει τα μέλη του ακροατηρίου θα καταφέρει να τα φέρει στα όρια μιας έκστασης. Ο Arp περιέγραψε μια νύχτα στο Cabaret Voltair ως "απόλυτο πανδαιμόνιο".
Σκηνή από ταινία για το dada
Το Cabaret Voltaire υπήρξε ανοιχτό σε καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο και ως σημείο για ριζοσπαστικούς καλλιτεχνικούς πειραματισμούς, δεν περιόριζε τη συμμετοχή καλλιτεχνών που δεν εντάσσονταν στο dada κίνημα, όπως ο φουτουριστής Filippo Tommaso Marinetti, ο πατέρας της Αφηρημένης Τέχνης Wassily Kandinsky, ο εκφραστής της Μεταφυσικής Ζωγραφικής Giorgio de Chirico ή ο ζωγράφος και δάσκαλος της Bauhaus, Paul Klee.
Τον Μάιο του 1916 κυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα το μοναδικό τεύχος του περιοδικού Cabaret Voltaire στα γαλλικά και τα γερμανικά με έργα καλλιτεχνών που είχαν εκτεθεί και παρουσιαστεί στον χώρο. Το τεύχος περιλάμβανε ποίημα του Apollinaire, κείμενα του Kandinsky, του Marinetti και δουλειές πολλών ακόμα καλλιτεχνών όπως του Picasso, και φυσικά των άμεσα εμπλεκόμενων καλλιτεχνών του χώρου. Στο περιοδικό εμφανίζεται τυπωμένη για πρώτη φορά η λέξη dada. Λίγο αργότερα ο Ball παρουσίασε το ''Μανιφέστο του Ντανταϊσμού". Οι πόρτες του Cabaret Voltaire έκλεισαν τον Ιούλιο του 1916, ενώ το νταντά είχε άνοιξε τις νοητικές πόρτες του στον καλλιτεχνικό κόσμο.
Η παρουσίαση του Karawane
Ένα από τα διασημότερα έργα που παρουσιάστηκαν στο Cabaret Voltaire ήταν το "Karawane" του Hugo Ball, το οποίο αποτέλεσε κομβική στιγμή στην ανάπτυξη του Dada.
Ο Ball δημιούργησε φωνητικούς στίχους, τους οποίους ονόμασε ηχητικά ποιήματα. Σε αυτά συνδύαζε ουσιαστικά τη λογοτεχνική και τη μουσική σύνθεση για να τονίσει τον κεντρικό ρόλο του ανθρώπινου λόγου, ενώ εστίαζε στις φωνητικές πτυχές του και όχι στη σημασιολογία ή τη σύνταξη, χωρίς καν να συνδέει τις λέξεις με ιδιαίτερες έννοιες. Η ηχητική ποίηση του Ball είναι ικανή να προκαλεί ζωντανές εικόνες, εσκεμμένα ή μη. Μια παραλλαγή ήταν και η ταυτόχρονη ποίηση, που εφηύρε ο Tristan Tzara, και περιελάμβανε πολλούς ανθρώπους που διαβάζουν ποιήματα σε διαφορετικές γλώσσες, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα αντιθετικούς τόνους και ρυθμούς. Το νόημα έγκειται ακριβώς στην έλλειψη νοήματος, αντικατοπτρίζοντας την κύρια αρχή πίσω από το ντανταϊσμό.
Όπως ανέφερε ο Ball: «Δεν θέλω λέξεις που εφηύραν οι άλλοι άνθρωποι. Θέλω τις δικές μου λέξεις, τον δικό μου ρυθμό. Θέλω τα δικά μου σύμφωνα και φωνήεντα να ταιριάζουν με αυτόν τον ρυθμό! Αν αυτός ο ρυθμός είναι επτά μέτρα μήκος, θέλω λέξεις που να είναι εφτά μέτρα μήκος».
Όπως ανέφερε ο Ball: «Δεν θέλω λέξεις που εφηύραν οι άλλοι άνθρωποι. Θέλω τις δικές μου λέξεις, τον δικό μου ρυθμό. Θέλω τα δικά μου σύμφωνα και φωνήεντα να ταιριάζουν με αυτόν τον ρυθμό! Αν αυτός ο ρυθμός είναι επτά μέτρα μήκος, θέλω λέξεις που να είναι εφτά μέτρα μήκος».
Με το Karawane, o Ball επιχείρησε μια σύνθεση όλων των τεχνών, καθώς τα ηχητικά και οπτικά μέρη συνδυάζονται σε ένα πλήρες έργο τέχνης. Στην παρουσίαση του, ο Ball ξεκινούσε από τα παρασκήνια, στο σκοτάδι. Συνέχιζε να μιλάει καθώς ανέβαινε στη σκηνή και έμπαινε στον φωτισμένο χώρο, όπου το κοινό μπορούσε πλέον να τον βλέπει κατά την απαγγελία. Το Karawane ήταν ένα σύντομο ποίημα, αποτελούμενο από 17 γραμμές. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ήταν ντυμένος με μια χάρτινη φορεσιά, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, με περίπλοκο κολάρο γύρω από τον λαιμό του, που έμοιαζε με την ενδυμασία του κλήρου και σωλήνες στα χέρια του που προεξείχαν σαν νύχια αστακού.
Η γραφή και το σχέδιο κειμένου της τυπωμένης εκδοχής του Karawane υπογραμμίζουν τα χαρακτηριστικά του χάους και της αναρχίας. Ο σχεδιασμός του Ball είναι απλός, εύκολος στην αναπαραγωγή και καθαρός στην ανάγνωση, δημιουργώντας παράλληλα μια δυσαρμονία λόγω των φαινομενικά τυχαίων γραμματοσειρών.
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!