Η Pop Art εμφανίστηκε στα μέσα της
δεκαετίας του 1950 στη Μεγάλη Βρετανία από μια ομάδα νέων καλλιτεχνών, και λίγα
χρόνια αργότερα πρωταγωνίστησε και στη Νέα Υόρκη. Εστίασε στον τρόπο που ο
καταναλωτισμός διαμορφώνει τις ανθρώπινες συμπεριφορές και συνέδεσε την τέχνη
με την μαζική κουλτούρα και το σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Διαφημίσεις, κόμικς,
εμπορεύματα, αστέρες της μουσικής και του κινηματογράφου έγιναν οι νέες μούσες.
Ο Ντανταϊσμός αποτέλεσε μια
ισχυρή επιρροή για το κίνημα της Pop Art, και οι ρίζες της τοποθετούνται στην ιδέα του Marcel Duchamp πως
κάθε αντικείμενο μπορεί να είναι έργο τέχνης. Η αντίληψη αυτή επαναπροσδιορίστηκε
μεταφέροντας το επίκεντρο στα βιομηχανοποιημένα αντικείμενα της μαζικής
παραγωγής. Επιπλέον, η Pop Art αναπτύχθηκε και ως αντίδραση στο κίνημα του Αφηρημένου
Εξπρεσιονισμού, που επίσης απασχολούσε την τέχνη της εποχής, δίνοντας έμφαση
στα συναισθήματα και τα προσωπικά σύμβολα.
Οι άνθρωποι στη δεκαετία του 1950
γιόρταζαν έναν εκσυγχρονισμένο κόσμο,
που επιβίωσε από τον πόλεμο, και αναπτυσσόταν ραγδαία. Ζούσαν σε άνετα σπίτια
στις μεγαλουπόλεις, ξόδευαν χρήματα και έβρισκαν απόλαυση στα γρήγορα
αυτοκίνητα, το γρήγορο φαγητό, την έγχρωμη τηλεόραση, την πολυτέλεια. Η Pop Art έπιασε
αυτόν τον σφυγμό, αμφισβητώντας τα όρια μεταξύ της υψηλής τέχνης και της
χαμηλής κουλτούρας. Ακολούθησε την ποπ μουσική, την μόδα και την διακόσμηση. Τα
έργα τέχνης ήταν καθημερινά προσιτά αγαθά που ο καθένας μπορούσε να έχει στο
σπίτι του, όπως μια σούπα!
Η Pop Art επέδειξε αδιαφορία για
δυσνόητα θέματα, τα οποία για τους καλλιτέχνες του κινήματος θεωρούνταν προϊόντα
μίας διάθεσης ελιτισμού, ενώ οι ίδιοι στράφηκαν στο ευρύ κοινό, αναπτύσσοντας ο
καθένας ένα ιδιαίτερα προσωπικό στυλ. Στα κύρια χαρακτηριστικά του ευρύτερου κινήματος
συγκαταλέγονται η δημιουργική υπερβολή και η ανάλαφρη διάθεση μέσα από έντονα
χρώματα, αντιθέσεις και χαρούμενες αναπαραστάσεις. Τόσο στην ζωγραφική όσο και
στην γλυπτική επανήλθαν στο προσκήνιο οι τεχνικές του κολάζ, του φωτομοντάζ και
τα readymades και
χρησιμοποιήθηκαν νέα υλικά όπως ακρυλικά χρώματα, περιοδικά και φωτογραφίες.
Το κολάζ του Βρετανού Richard Hamilton με
τίτλο ''Τι είναι αυτό που κάνει τα σημερινά σπίτια τόσο διαφορετικά και τόσο
ακαταμάχητα;'' του 1956 θεωρείται από πολλούς το πρώτο έργο της Pop Art. Παρουσιάζει το εσωτερικό
ενός μοντέρνου σπιτιού με όλες τις διαφημίσεις και τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής, όπως την
ηλεκτρική σκούπα και την τηλεόραση. Το κολάζ
συμπληρώνουν οι ιδιοκτήτες, ένα ζευγάρι στα πρότυπα της μοντέρνας ζωής με έναν
μυώδη άντρα και μια γυναίκα που ποζάρει αυτάρεσκα.
Ο ίδιος ο Hamilton ορίζει ως pop ένα
έργο που είναι λαϊκό, δημιουργημένο για τις μάζες, εφήμερο, αναλώσιμο, φθηνό,
μαζικά κατασκευασμένο, προσανατολισμένο στη νεολαία, χιουμοριστικό, σέξυ,
παιχνιδιάρικο και εμπορικό. Η τέχνη εμπνέεται από τον καταναλωτισμό και ταυτόχρονα αποτελεί καταναλωτικό προϊόν.
Η Pop Art μεταδόθηκε
γρήγορα στη Νέα Υόρκη, όπου βρήκε και τον φυσικό της χώρο, χάρη στην αναζήτηση του Αμερικάνικου Ονείρου. Η βασική διαφορά ανάμεσα στην
βρετανική και την αμερικάνικη Pop Art
εντοπίζεται στο ότι η πρώτη περιείχε μεγαλύτερο κομμάτι ειρωνείας για τον
καταναλωτισμό και τα μέσα που χρησιμοποιεί, ενώ η αμερικανική αναγνώρισε σαν
φυσικό δεδομένο, χωρίς να ασκήσει κριτική, τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζε
ο υλισμός και η διαφήμιση στην κοινωνία.
Ο καλλιτέχνης που συνέδεσε πιο
στενά το όνομά του με την αμερικάνικη Pop Art είναι αδιαμφισβήτητα ο Andy Warhol. Υπήρξε ζωγράφος, γλύπτης, κινηματογραφιστής, φωτογράφος και το έργο του δίνει
έμφαση στα είδωλα της επικαιρότητας ή επαναλαμβάνει μοτίβα από διαφημιζόμενα
προϊόντα. Ο Wahrhol αντιμετωπίζει την σούπα Campbell ή το μπουκάλι Coca Cola με τον
ίδιο τρόπο που κοιτάει την Monroe, τον Prisley, τον Mao Tse-Tung, ακόμα και
τον εαυτό του. Είναι όλα εικόνες καταναλώσιμες και εφήμερες που βρίσκονται στο
προσκήνιο όσο ο διαφημιστικός κόσμος θέλει να βρίσκονται στην επικαιρότητα.
Όταν σταματήσει η διαφήμιση οι εικόνες αυτές θα χαθούν, καθώς ο καταναλωτής ξεχνά
ακαριαία. Στο διάσημο στούντιο του, που ονόμαζε Εργοστάσιο (The Factory), παρήγαγε χιλιάδες εκτυπώσεις σε μια μέρα καθώς πίστευε πως
τα έργα τέχνης δεν είναι μοναδικά, είναι προϊόντα με σκοπό να προσφέρουν χρήματα στον
καλλιτέχνη.
O Andy Warhol συμμετείχε και στο φιλμ του Δανού σκηνοθέτη Jorgen Leth όπου παρουσιάστηκαν 66 διαφορετικές σκηνές της Αμερικής. Στην δική του σκηνή ο καλλιτέχνης απλά τρώει ένα χάμπουργκερ, και ο θεατής τον παρακολουθεί επειδή είναι celebrity! Τα μόνα του λόγια είναι στο κλείσιμο: ''Ονομάζομαι Andy Wahrhol και μόλις έφαγα ένα hamburger''.
Andy Warhol, No title, 1967, Tate Modern
Andy Warhol, No title, 1972, Tate Modern
O Andy Warhol συμμετείχε και στο φιλμ του Δανού σκηνοθέτη Jorgen Leth όπου παρουσιάστηκαν 66 διαφορετικές σκηνές της Αμερικής. Στην δική του σκηνή ο καλλιτέχνης απλά τρώει ένα χάμπουργκερ, και ο θεατής τον παρακολουθεί επειδή είναι celebrity! Τα μόνα του λόγια είναι στο κλείσιμο: ''Ονομάζομαι Andy Wahrhol και μόλις έφαγα ένα hamburger''.
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!