Η αντίληψη που επικρατεί για τις τέχνες στην αρχαία Ελλάδα υποδεικνύει πως η μουσική βρισκόταν σε υποδεέστερη θέση συγκριτικά με άλλες ελεύθερες τέχνες, όπως η ποίηση ή η γλυπτική. Οι αρχαιολογικές έρευνες, ωστόσο, φέρνουν συνέχεια στην επιφάνεια αποδείξεις πως η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Η μουσική και τα μουσικά όργανα φαίνεται πως αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα των κυριότερων εκδηλώσεων του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, αποκτώντας κεντρική θέση στην κοινωνική ζωή.
Ανέκαθεν ο ήχος, και με την σειρά της η μουσική, λόγω της άυλης μορφής τους, ένωνε το κοσμικό με το ιερό, λειτουργώντας και ως μέσο επικοινωνίας με τους θεούς. Στην αρχαία Ελλάδα, θεός της μουσικής ήταν ο Απόλλων, ο οποίος είχε δωρίσει στους ανθρώπους τη λύρα, προκειμένου να την χρησιμοποιούν για να προσεύχονται σε αυτόν. Αντίστοιχα ο αυλός ήταν δώρο της θεάς Αθηνάς στους ανθρώπους, ενώ η λατρεία του Διονύσου ήταν στενά συνδεδεμένη με τα κρουστά.
Οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν στην μουσική ηθοπλαστικό χαρακτήρα, καθώς θεωρούσαν πως κατάφερνε μέσα από τη γαλήνη ή την ανησυχία που δημιουργούσε στο πνεύμα να ισχυροποιήσει ή να εξασθενίσει τον χαρακτήρα. Ο Πλάτωνας, μάλιστα, αναφέρει πως η ιδανική πολιτεία θα πρέπει να εδραιωθεί με κύριο γνώμονα τη μουσική, η οποία, ωστόσο, θα πρέπει να ελέγχεται από το κράτος, λόγω της δύναμής της. Επιπλέον, σε περιοχές όπως η Λέσβος κατά την εποχή της Σαπφούς, η εκπαίδευση στο τραγούδι, την κιθάρα και τον χορό ήταν υποχρεωτική για όλους τους ελεύθερους πολίτες.
Οι αναφορές μουσικών δρώμενων είναι αναρίθμητες. Διενεργούνταν μουσικοί αγώνες, το σύνθημα για την έναρξη της μάχης δινόταν από τον σαλπιγκτή, τα συμπόσια της υψηλής τάξης αποτελούσαν για τους καλεσμένους ευκαιρία να επιδείξουν τις μουσικές τους δεξιότητες, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες οι νέοι εκτελούσαν ασκήσεις με την βοήθεια ενός μουσικού οργάνου. Ο συσχετισμός της μουσικής με την άθληση αποτελούσε για τους αρχαίους Έλληνες απαραίτητη προϋπόθεση για την αρμονική και ισορροπημένη ανάπτυξη του σώματος και της ψυχής, κύριο γνώρισμα ενός ολοκληρωμένου πολίτη. Το μεγάλο πλήγμα στην μουσική παιδεία δόθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν έπαψε να είναι οικονομικά προσιτή στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Δυστυχώς η ανακάλυψη μουσικών οργάνων σε ανασκαφές είναι σπάνια, και πέρα ελαχίστων εξαιρέσεων πρόκειται για θραύσματα. Παρόλα αυτά από αγγεία, αγάλματα, ανάγλυφα, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και φιλολογικά κείμενα της εποχής αντλούμε πληροφορίες σχετικά με την φυσιογνωμία, την κατασκευή, την χρήση των αρχαίων μουσικών οργάνων αλλά και τις κλίμακες και τα είδη της μουσικής.
Χιλιάδες αναπαραστάσεις μουσικών σκηνών παρουσιάζουν τα πρόσωπα αυτών που παίζουν μουσική να βρίσκονται σε έκσταση και κατάνυξη, ενώ εντοπίζεται μεγάλη ποικιλία οργάνων που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι, πλήθος από το οποία μάλιστα δεν γνωρίζουμε ακόμα πως ονομάζονταν. Σπάνια αποτυπώνονται διαφορετικά όργανα σε μια παράσταση, αποδεικνύοντας πως η έννοια της ορχήστρας ήταν ανύπαρκτη, καθώς το μουσικό ιδανικό ήταν η διαύγεια του ήχου.
Η ευαισθησία των ήχων αποτυπώνεται στο πολυσύνθετο σύστημα μουσικής θεωρίας που χρειάστηκε να αναπτυχθεί για να αποδώσει το πλήθος των μελωδικών, τονικών, ρυθμικών και άλλων διακρίσεων που χρησιμοποιούνταν.
Ο ήχος της αρχαίας ελληνικής μουσικής δεν έφτασε ως εμάς, ωστόσο διασώθηκαν τα μέσα για να ερμηνεύσουμε τις ''παρτιτούρες'' της. Τα πρώτα μουσικά γραπτά που αναλύουν και ορίζουν τα διαστήματα είναι εκείνα των μαθητών του Πυθαγόρα, που σύμφωνα με την παράδοση υπήρξε προφορικά ο πρώτος διδάξας μιας θεωρίας περί αρμονικής.
Ο επιφανέστερος Έλληνας μουσικός του 4ο π.Χ. αιώνα ήταν ο Αριστόξενος ο Ταραντίνος, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Αριστοτέλη. Η πραγματεία του Περί Αρμονικής είναι η πρώτη συγκροτημένη θεωρία της ρυθμικής, το αρχαιότερο και το πιο καλοδιατηρημένο έργο που έφτασε ως εμάς.
Αργότερα, Λατίνοι συγγραφείς από τον 3ο αι μ. Χ. συντάξανε αντίστοιχες πραγματείες και εγχειρίδια προς χρήση των μαθητών τους. Αυτά τα έργα παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον γιατί προορισμένα για την εκμάθηση των βασικών στοιχείων της μουσικής τέχνης αφιερώνουν ένα μέρος τους στην μουσική γραφή, πράγμα που δεν απασχολούσε τους θεωρητικούς της κλασικής εποχής. Χάρη σε αυτούς τους πολύτιμους πίνακες γραφής μπορούμε να αποκρυπτογραφήσουμε τις μελωδίες.
1ος Δελφικός Ύμνος στον Απόλλωνα
Οι Ύμνοι Στον Απόλλωνα
Το μεγαλύτερο τμήμα από τα ελάχιστα δείγματα αρχαίας Ελληνικής μουσικής είναι δύο ύμνοι αφιερωμένοι στον Απόλλωνα που βρέθηκαν χαραγμένοι σε μαρμάρινες πλάκες στον Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς, όπου και φυλάσσονται σήμερα. Στους ύμνους αυτούς πιθανολογείται πως εμφανίζονται κλίμακες που ανήκαν στην αρχαϊκή εποχή και διασώθηκαν μέχρι την καταγραφή τους. Συντέθηκαν από τον αοιδό Αθήναιο και τον μουσική Λιμήνιο το 128 π. Χ. με αφορμή τελετουργική πομπή των Αθηναίων προς τους Δελφούς. Στο μάρμαρο αποτυπώνονται στίχοι και μουσική σημειογραφία τα οποία είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε χάρη σε μια πραγματεία του μουσικολόγου Αλύπιου τον 3ο αι. μ. Χ. Οι ύμνοι κάνουν αναφορές στην ζωή του Απόλλωνα και στο πέρασμα του από τους Δελφούς. Στις πλάκες διασώζεται η μελωδία, ωστόσο γνωρίζουμε από πηγές πως οι ύμνοι τραγουδήθηκαν από χορωδία με μουσικά όργανα και ηθοποιούς. Αφορούσε επομένως ένα έργο που θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με την σημερινή όπερα, με χαρακτήρα ιερατικής τελετής για την λατρεία του Απόλλωνα.
Οι ύμνοι αυτοί κίνησαν άμεσα το ενδιαφέρον των σύγχρονων με την ανακάλυψή τους μουσικολόγων, οι οποίοι επιχείρησαν την ερμηνεία τους με απομιμήσεις αρχαίων οργάνων. Πρώτη φορά ερμηνεύθηκαν μουσικά το 1894 στο διεθνές αθλητικό συνέδριο για την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Έκτοτε αποτέλεσαν έμπνευση για πλήθος δημιουργών.
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!