Ο όρος ''ανομία'' αποτελεί μια
θεμελιώδη έννοια της κοινωνιολογίας και περιγράφει την κατάσταση όπου οι
κοινωνικοί κανόνες έχουν χάσει την επιρροή τους στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στις
μοντέρνες βιομηχανικές κοινωνίες το άτομο γίνεται ολοένα και πιο ανεξάρτητο
φτάνοντας να αγνοεί ή και να περιφρονεί τις εδραιωμένες αρχές και αξίες,
καταστρέφοντας τους δεσμούς του με την κοινότητα. Πώς όμως φτάνει σε αυτό το
σημείο;
Η θεωρία του DURKHEIM
Ο όρος εισήχθη από τον Emile Durkheim, ο οποίος έζησε την
μεταμόρφωση της Γαλλίας από μια παραδοσιακή, αγροτική κοινωνία σε μια αστική,
βιομηχανική οικονομία, επιφέροντας ραγδαίες αλλαγές και στην κοινωνική συνοχή. Σύμφωνα
με τον ίδιο, πριν την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης οι κοινωνίες είχαν
απλούστερες δομές, καθώς κάθε ομάδα ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης. Υπήρχε
ομοιογένεια στην εργασία, τον τρόπο ζωής, τις αντιλήψεις, με συνέπεια η
συνεκτικότητα της κοινωνίας να είναι σχεδόν εγγενής, και να δημιουργείται μια συλλογική
συνείδηση. Οι νόμοι στις κοινωνίες αυτές συμβάλλουν στην ισορροπημένη συμβίωση
των μελών επικουρικά. Η εκβιομηχάνιση δημιούργησε ανομοιογένεια και διαφορετικότητα των λειτουργιών των μελών της κοινωνίας καθιστώντας απαραίτητο
τον καταμερισμό εργασίας, και την
συνακόλουθη αλληλεξάρτηση. Η νομοθεσία σε αυτή την περίπτωση θέτει
απαράβατους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις των μελών, και η παραβίασή της
είναι ένα σύνηθες, κοινωνικής φύσεως φαινόμενο. Στις νεότερες, επομένως,
κοινωνίες λόγω της διάχυσης των καθολικά αποδεκτών κανόνων και της ραγδαίας
διαφοροποίησης, τα μέλη μένουν χωρίς κατάλληλη ηθική καθοδήγηση. Αυτή η
απορρύθμιση συνιστά την ανομία.
Ο Durkheim συνέδεσε
την ανομία και με ένα αίσθημα ματαιότητας και απελπισίας που προκαλεί ο αστικός
τρόπος ζωής, θεωρώντας πως η απορρύθμιση ασκεί μια θεμελιώδη επίδραση στην
αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Η διασημότερη μελέτη του αφορούσε την ανάλυση των
αυτοκτονιών, ως αποτέλεσμα της άκρας ανθρώπινης δυστυχίας. Καθώς η χώρα του
γινόταν όλο και πιο πλούσια, πιο παραγωγική και πιο αυτόνομη, ο αριθμός των
αυτοκτονιών ανέβαινε σε πρωτοφανή επίπεδα, καταδεικνύοντας μια γενικευμένη
κοινωνική δυστυχία. Με την κατάρρευση αξιών όπως η θρησκεία, η οικογένεια ή το
έθνος οι άνθρωποι αισθάνονται αποπροσανατολισμένοι, αγχωμένοι, χωρίς αυτοσκοπό
και ελπίδα, και οδηγούνται στην αυτοκτονία.
Η θεωρία του MERTON
Ο Robert K. Merton το 1938
επαναπροσδιόρισε την έννοια της ανομίας, εξετάζοντας στενότερα την σχέση της με
την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Σύμφωνα με την δική του θεωρία η ανομία είναι μια
κατάσταση απορρύθμισης που δημιουργείται, όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ των
στόχων που θέτει μία κοινωνία και των διαθέσιμων νόμιμων μέσων για την
πραγματοποίησή τους. Πιο συγκεκριμένα, αφενός τίθενται ορισμένα κοινωνικά
πρότυπα για την επαγγελματική καταξίωση, την οικονομική επιτυχία και τα ποθητά
υλικά αγαθά. Αφετέρου τα νόμιμα μέσα για την επίτευξη αυτών, όπως η εκπαίδευση
ή η καλά αμειβόμενη απασχόληση, δεν παρέχονται σε όλους στον ίδιο βαθμό. Αυτή η
ανισορροπία δημιουργεί σε αυτούς που υφίστανται την αδικία, μια ψυχική ένταση που
μπορεί να τους ωθήσει στην παρέκκλιση των κανόνων. Για παράδειγμα, σε μια
βιομηχανική κοινωνία ως επιτυχία ερμηνεύεται η απόκτηση υλικών αγαθών.
Θεωρητικά τα μέσα πραγματοποίησης της είναι η σκληρή δουλειά, ανεξαρτήτως
αφετηρίας του ατόμου. Στην κοινωνική πραγματικότητα, ωστόσο, η αντίληψη αυτή
δεν ευσταθεί, γιατί οι περισσότεροι από τους μη προνομιούχους έχουν ελάχιστες,
αν όχι καθόλου, ευκαιρίες προόδου. Παρόλα αυτά, αντιμετωπίζουν την κοινωνική
κριτική εξαιτίας της φαινομενικής αδυναμίας τους να κατακτήσουν την υλική
επιτυχία.
Σύμφωνα με την θεωρία της ανομίας του Merton, η ίδια η κοινωνία παράγει την απόκλιση, διότι δεν ενδιαφέρεται για το πως επιτυγχάνεται ο πολιτισμικά καθιερωμένος στόχος, αντίθετα όσοι τα καταφέρνουν με αμφίβολα ή παράνομα μέσα αμείβονται με κύρος, ισχύ και κοινωνική θέση. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά τα άτομα αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τους κανόνες. Αυτή η θεώρηση συνεπάγεται ότι η κοινωνική οργάνωση και αποδιοργάνωση δεν είναι καταστάσεις αλληλοαποκλειόμενες.
Σύμφωνα με την θεωρία της ανομίας του Merton, η ίδια η κοινωνία παράγει την απόκλιση, διότι δεν ενδιαφέρεται για το πως επιτυγχάνεται ο πολιτισμικά καθιερωμένος στόχος, αντίθετα όσοι τα καταφέρνουν με αμφίβολα ή παράνομα μέσα αμείβονται με κύρος, ισχύ και κοινωνική θέση. Ως αποτέλεσμα, σταδιακά τα άτομα αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τους κανόνες. Αυτή η θεώρηση συνεπάγεται ότι η κοινωνική οργάνωση και αποδιοργάνωση δεν είναι καταστάσεις αλληλοαποκλειόμενες.
Στις ίδιες γραμμές, με μικρές διαφοροποιήσεις από τον Merton,
κινήθηκαν και άλλοι μελετητές. O Robert Agnew ασχολήθηκε με την ψυχική ένταση που οι κοινωνικές δομές δημιουργούν στο άτομο, καθώς μπορεί να του αφαιρούν κάτι που επιθυμεί ή του επιβάλλουν κάτι ανεπιθύμητο. Η παραμονή σε μια κατάσταση που δημιουργεί ένταση, όπως για παράδειγμα η σχολική φοίτηση για έναν έφηβο, παρά το γεγονός ότι προσφέρει αρνητικά συναισθήματα, συνήθως δεν σταματά διότι η διακοπή της είναι παράνομη και κοινωνικά κατακριτέα. Επομένως, το άτομο αναζητώντας την ψυχική του ευχαρίστηση απορρίπτει τους μη επιθυμητούς κοινωνικούς κανόνες.
Με την σειρά τους, οι Steven Messer και Richard Rosenfeld,
εξέτασαν το παράδειγμα των ΗΠΑ και συσχέτισαν την υψηλή εγκληματικότητα που εντοπίζεται με το αμερικάνικο όνειρο. Η ευτυχία μέσω της κατοχής υλικών
αγαθών, που χαρακτηρίζει το αμερικάνικο όνειρο, επιβάλλει συνθήκες ανοικτού
ανταγωνισμού στους ανθρώπους επιστρατεύοντας θεμιτά ή αθέμιτα μέσα. Σύμφωνα με τους ίδιους, οι πρακτικές αντιμετώπισης της εγκληματικότητας, θα πρέπει να στρέφονται προς την αποδυνάμωση
των οικονομικών και κοινωνικών προτύπων πλουτισμού και την ενίσχυση αντίστοιχα, των θεσμών
της μόρφωσης, αποσυνδέοντας την μάλιστα από την απόκτηση προσόντων για εξεύρεση εργασίας.
Giddens,
A. (2002). ‘’Κοινωνιολογία’’.
Αθήνα: Gutenberg
Σπινέλλη, Κ.Δ. (2005). ‘’Εγκληματολογία: Σύγχρονες και
παλαιότερες κατευθύνσεις’’. Αθήνα: Σάκκουλας
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!