Η παγκόσμια αγορά έργων τέχνης αποτελεί έναν τομέα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η αγοραστική δύναμη των συμμετεχόντων συχνά εντυπωσιάζει. Πρωταρχικής σημασίας, κυρίως για έργα διάσημων καλλιτεχνών, είναι το να διακριθεί αν είναι γνήσια ή πρόκειται για πλαστογραφία. Η επιβεβαίωση για το ''χέρι'' και το όνομα του δημιουργού μπορεί να προσθέσει αρκετά μηδενικά στην αξία του έργου.
Η πλαστογραφία έργων τέχνης δεν είναι κάτι νέο. Από την ρωμαϊκή εποχή δημιουργούνταν αντιγραφές της κλασικής αρχαιότητας, εν γνώσει των αγοραστών, θεωρούταν ωστόσο απόλυτα θεμιτή πρακτική καθώς το όνομα του δημιουργού ήταν αδιάφορο. Με την Αναγέννηση η τέχνη πέρασε σε μια νέα εποχή με έντονη ζήτηση από την μεσαία τάξη, έτσι τα έργα μετατράπηκαν σε εμπόρευμα και η αξία τους σχετίστηκε με την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Στην πορεία της νεότερης ιστορίας, όσο περισσότερο απελευθερωνόταν η καλλιτεχνική δημιουργία και συνδεόταν με την ιδιοφυΐα και την έμπνευση, τόσο πιο έντονα εξατομικευόταν. Η τεκμηρίωση της πατρότητας του έργου τέχνης έγινε ένα από τα κυριότερα μελήματα, και παράλληλα η πλαστογραφία μετατράπηκε σε ποινικό αδίκημα.
Οι πλαστογράφοι είναι αδιαμφισβήτητα εξαιρετικοί δεξιοτέχνες. Συνήθως πρόκειται για καλλιτέχνες που προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να εισέλθουν στην αγορά, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στην πλαστογραφία αποκομίζοντας τεράστια ποσά. Ευρέως γνωστή έγινε η περίπτωση του Γερμανού Wolfgang Beltracchi, ο οποίος δημιούργησε και διοχέτευσε στην αγορά έργων τέχνης κομμάτια που αποδίδονταν στον Max Ernst, τον Heinrich Campendonk, τον Fernand Léger κ.α., κερδίζοντας περισσότερα από 100.000.000 δολάρια.
The Forest, Max Ernst
Το να μπορέσει ένας ειδικός να τεκμηριώσει την πατρότητα αποτελεί μια διαδικασία, πολυσύνθετη και απαιτητική, που πολλοί παρομοιάζουν με εγκληματολογική μελέτη, καθώς βασίζεται σε συλλογή και αξιολόγηση λεπτομερειών και στοιχείων. Οι γνώσεις και οι πρακτική εμπειρία μέσα από την ψηλάφηση και την ακριβή παρατήρηση είναι απαραίτητα εφόδια.
Πιο προφανές σημείο να ξεκινήσει η μελέτη είναι η υπογραφή, καθώς αυτή ανάγει το έργο στο δημιουργό ή τουλάχιστον οριοθετεί το πεδίο έρευνας. Εύκολα σκεφτόμαστε πως υπάρχουν και υπογεγραμμένες πλαστογραφίες, ενώ σε αντίθετες περιπτώσεις η υπογραφή είναι το μοναδικό πλαστό στοιχείο ενός πίνακα. Υπογραφή που συνηθίζει να δημιουργεί προβληματισμούς είναι αυτή του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου Rembrandt van Rijn, απομιμήσεις έργων του οποίου έγιναν από πολύ νωρίς, ακόμα και σε πίνακες που δεν αντέγραφαν καν δικές του συνθέσεις. Από την άλλη, σε πολλά έργα του που έχουν αποδειχτεί γνήσια, η υπογραφή φαίνεται πως προστέθηκε αργότερα, πιθανόν κατά παραγγελία κάποιου κατοπινού ιδιοκτήτη.
Σημαντικό εργαλείο τεκμηρίωσης της πατρότητας αποτελούν και οι βίοι, οι πραγματείες ή οι κατάλογοι. Συχνά, μάλιστα, ακολουθείται και η αντίθετη διαδικασία με ειδικούς να αναζητούν έργα που αναφέρονται σε κείμενα. Πλέον έγκυροι θεωρούνται οι ''Κατάλογοι Raisonné''. Πρόκειται για μια περιεκτική λίστα όλων των γνωστών έργων ενός καλλιτέχνη. Τα έργα περιγράφονται και σχολιάζονται με τέτοιο τρόπο και λεπτομέρεια ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν στην συνέχεια με αξιοπιστία και να καθοριστεί εάν ένα συγκεκριμένο έργο είναι αυθεντικό ή όχι. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές καταλόγων, που μπορεί να περιλαμβάνουν από ένα συγκεκριμένο είδος έργων ενός μεμονωμένου καλλιτέχνη μέχρι όλα τα έργα από μια ομάδα καλλιτεχνών. Η ολοκλήρωση ενός "Καταλόγου Raisonné" απαιτεί χρόνια μελέτης, εξειδίκευσης και απασχολεί συντονισμένες ομάδες ερευνητών, που εγγυώνται ότι πιστοποιούν την γνησιότητα.
Κάθε έργο είναι ταυτόχρονα και ένα χειροποίητο υλικό αντικείμενο. Η ιστορία της τέχνης είναι και ιστορία προηγούμενων τρόπων καλλιτεχνικής παραγωγής, επομένως η τεκμηρίωσης ενός έργου στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εξέταση των υλικών.
Η ακριβής διάσταση του πίνακα ή του γλυπτού αποτελεί ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό αναγνώρισης. Έπειτα, τα υλικά κατασκευής μαρτυρούν είτε τοπολογικά στοιχεία, για παράδειγμα ένα άγαλμα από ξύλο πεύκου, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από την περιοχή των Άλπεων, είτε συνεισφέρουν στην χρονολόγηση καθώς αν υπάρχουν συνθετικές ύλες που εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα, τίθενται αυτομάτως περιορισμοί. Επιπλέον, πολλά στοιχεία εκμαιεύονται και από τις τεχνικές, καθώς υπάρχει μια δεδομένη χρονική εξέλιξη σε αυτές. Αν για παράδειγμα σε ένα λίθινο γλυπτό ανακαλυφθούν ίχνη μηχανικών εργαλείων, το έργο αποκλείεται να δημιουργήθηκε πριν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει και η δυνατότητα να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει η χρονική φθορά που θα έπρεπε να υπάρχει, δεδομένης της παλαιότητας ενός έργου. Στην εποχή μας, τεράστια είναι και οι συνεισφορά των θετικών επιστημών στην ενδελεχή μελέτη των υλικών. Με πρακτικές όπως η ραδιοχρονολόγηση ή οι ακτίνες Χ, οι ειδικοί μπορούν να εξετάσουν πολύ βαθύτερα το έργο και να αντλήσουν επιστημονικά δεδομένα για την κατασκευή του. Κάθε διαφοροποίηση σε στοιχεία σαν αυτά, φυσικά, δημιουργεί σοβαρές αμφισβητήσεις για την γνησιότητα.
Ο τόπος και η παλαιότητα σίγουρα αποτελούν σημαντικές αναφορές, ωστόσο το πραγματικό ζητούμενο είναι να αναγνωριστεί το προσωπικό ιδίωμα του δημιουργού, το "ίχνος της ιδιοφυΐας" που προσδίδει και την ουσιαστική αξία στο έργο. Στην περίπτωση του Rubens, για παράδειγμα, εγείρονται προβλήματα καθώς δούλευε με ένα τεράστιο και άρτια οργανωμένο επιτελείο. Με το ίδιο του το χέρι θα πρέπει να διεκπεραίωσε μόνο ορισμένα έργα. Για άλλα έκανε μόνο το προσχέδιο, τελειοποίησε κάποια τμήματα ή τα ανέλαβε σε ένα τελευταία στάδιο. Επομένως υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στον καθορισμό της ιδιοχειρίας, καθώς κατά κανόνα η σχολή κοστίζει λιγότερο από τον δάσκαλο.
Για να επιβεβαιωθεί το ''χέρι'' σημασία δίνεται στις λεπτομέρειες, όπως ο τόνος σε μια χρωματική κηλίδα, που λίγοι μόνο ειδικοί μπορούν να προσδιορίσουν οπτικά, έστω και με τη χρήση μικροσκοπίου. Διάσημη θεωρία είναι και αυτή του Ιταλού κριτικού τέχνης Giovanni Morelli. Έχοντας σπουδάσει ιατρική και μελετήσει ανατομία χαρτογράφησε πολύ μικρές λεπτομέρειες - όπως το σχήμα του αυτιού, του ματιού ή του χεριού- για να αναγνωρίσει την ταυτότητα ενός συγκεκριμένου καλλιτέχνη, καθώς πίστευε πως σε αυτές τις ασήμαντες για την ευρύτερη σύνθεση λεπτομέρειες, κάθε μεγάλος καλλιτέχνης είχε το δικό του στυλ, το οποίο μάλιστα δεν μπορεί να αντιγραφεί.
Δεν λείπουν φυσικά και οι περιπτώσεις που η γνησιότητα δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους ειδικούς ή επαναπροσδιορίζεται, με έργα που είχαν κηρυχθεί πλαστά να θεωρούνται αργότερα γνήσια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του έργου ''A Young Woman Seated at the Virginals'' του Johannes Vermeer, που θεωρήθηκε πλαστογραφία από το 1947 έως το 2005, όταν τελικά κηρύχθηκε αυθεντικό, με μερίδα κριτικών να διαφωνούν μέχρι και σήμερα.
A Young Woman Seated at the Virginals, Johannes Vermeer
Ιδιαίτερες περιπτώσεις αποτελούν και ορισμένοι καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν αναγνωρίσει αντίγραφα ως δικά τους έργα. Ο Pablo Picasso ανέφερε κάποτε ότι διατίθεται θα υπογράψει κάθε καλή πλαστογραφία, ενώ ο Camille Corot υπέγραψε πλαστά έργα επειδή αισθάνθηκε τιμή του το να αντιγραφεί.
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!