Εξετάζοντας την έννοια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και προσπαθώντας να αντιληφθούμε πως οργανώνονται ταξικά οι κοινωνίες εύκολα συμπεραίνουμε πως πρωταγωνιστικό κριτήριο αποτελεί η οικονομική επιφάνεια. Στο χαμηλότερο σημείο κάθε ταξικού συστήματος εντοπίζουμε τα άτομα που ζουν
σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Εκεί βρίσκονται αυτοί που δεν διατρέφονται επαρκώς, ζουν σε ανθυγιεινές συνθήκες και έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής από την πλειονότητα του πληθυσμού.
σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Εκεί βρίσκονται αυτοί που δεν διατρέφονται επαρκώς, ζουν σε ανθυγιεινές συνθήκες και έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής από την πλειονότητα του πληθυσμού.
Η φτώχεια αποτελεί μια πολύπλευρη έννοια με πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Παρά ταύτα καταφέρνει να συνθέτει και μια έννοια σε μεγάλο βαθμό αόριστη και ευμετάβλητη. Η συγκίνηση ή η αγανάκτηση που προκαλούν εικόνες ανθρώπων σε εξαθλιωμένες συνθήκες είναι σχεδόν καθολική και ενστικτώδης. Τι είναι όμως η φτώχεια στην πραγματική της διάσταση;
Ο πρώτος βασικός σκόπελος στην πλήρη αποσαφήνιση της έννοιας της φτώχειας είναι η επιλογή του ορίου που θα μπορέσει να διαχωρίσει τους φτωχούς από τους μη φτωχούς. Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει ένας καθολικά αποδεκτός τρόπος μέτρησης της φτώχειας, ωστόσο το μεγαλύτερο κομμάτι των επιστημόνων φαίνεται να συγκλίνουν στην διάκριση της απόλυτης και της σχετικής μέτρησης.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ
Σύμφωνα με τον απόλυτο τρόπο μέτρησης, το όριο της φτώχειας θα πρέπει να καθορίζεται ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας και θα πρέπει να διατηρείται σταθερό διαχρονικά αλλά και παγκόσμια. Το όριο της απόλυτης φτώχειας συνήθως ταυτίζεται με την επιβίωση.
Η απόλυτη μέτρηση έχει τις ρίζες της στη ‘’Θεωρία των Βασικών Αναγκών’’ που εισήγαγε στην οικονομική επιστήμη ο Benjamin Seebohm Rowntree στις αρχές του 20ου αιώνα. Η ευρύτερη έρευνα κοινωνιολόγων και οικονομολόγων της εποχής επικεντρώθηκε στην προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα σταθερό μέτρο για να υπολογίζεται η φτώχεια ως έλλειψη των βασικών απαιτήσεων που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική λειτουργία του ανθρωπίνου σώματος. Για το λόγο αυτό, κοστολόγησαν τα αγαθά της απαραίτητης διατροφής για την επιβίωση και το κόστος της στοιχειώδους στέγασης και ενδυμασίας. Αν και έχουν εκφραστεί αντιρρήσεις σχετικά με την καθολικότητα του κόστους των αναγκών, ο ορισμός της απόλυτης φτώχειας θεωρεί πως οι απαιτήσεις επιβίωσης θα ήταν ίδιες, με μικρές διακυμάνσεις, για όλους τους ανθρώπους της ίδιας ηλικίας και φυσικής διάπλασης σε οποιαδήποτε χώρα και εποχή. Αμφιλεγόμενο έχει θεωρηθεί και το κομμάτι της στέγασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός πως μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε κατοικίες που δεν έχουν λουτρό, ωστόσο είναι δύσκολο να μη θεωρήσει κανείς το κλειστό σύστημα ύδρευσης ως στοιχειώδη ανάγκη.
Μια πιο πρόσφατη, και αρκετά διαδεδομένη, απόλυτη μέτρηση της φτώχειας είναι αυτή που έχει προτείνει η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζοντας ως απόλυτα φτωχούς όσους ζουν με κάτω από 1,90 δολάρια την ημέρα.
Στις μετρήσεις που έχει παρουσιάσει η Παγκόσμια Τράπεζα οι χώρες με ιδιαιτέρως υψηλά ποσοστά απόλυτης φτώχειας βρίσκονται στην Αφρική, με την Δημοκρατία του Κονγκό, την Μαδαγασκάρη, το Μαλάουι και το Μπουρουντί να ξεπερνούν το 70%. Στον αντίποδα χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Αζερμπαϊτζάν και άλλες κρατούν μηδενικό το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας. Αξίζει να σημειώσουμε πως στην τελευταία μέτρηση που έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα, το 2015, το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας υπολογίστηκε 1,5%.
Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ
Σύμφωνα με την σχετική μέτρηση, για να οριστεί το όριο της φτώχειας θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συνολική κατανομή εισοδήματος, άρα αποτελεί ένα μέτρο που μεταβάλλεται μαζί με το βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η σχετική φτώχεια θα υπολογίζεται ως ένα ποσοστό επί του μέσου ή διάμεσου εθνικού εισοδήματος. Συγκεκριμένα, στην εποχή μας ο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος ορισμός καταμετρά ως φτωχό το νοικοκυριό ή το άτομο που το εισόδημά του είναι χαμηλότερο από το 60% του διαθέσιμου διάμεσου κατά κεφαλήν εισοδήματος της χώρας στην οποία διαβιεί.
Πολλοί ερευνητές θεωρούν ότι για τις ανεπτυγμένες χώρες ο ορισμός της φτώχειας με σχετικό τρόπο είναι καταλληλότερος, καθώς η έννοια της φτώχειας αφορά κυρίως την ανισότητα παρά την ικανοποίηση βασικών αναγκών. Οι αναλύσεις σχετικής φτώχειας δεν εξετάζουν την επιβίωση αλλά την ανάγκη για συνεχή βελτίωση των οικονομικών συνθηκών και της ποιότητας ζωής αλλά και την ικανότητα του ατόμου να συμμετέχει στο σύνολο των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας.
Δεδομένου αυτού του ορισμού, τα άτομα που έχουν ιδιαίτερα αυξημένες πιθανότητες να ζουν στην φτώχεια είναι οι άνεργοι, οι εργαζόμενοι σε μη μόνιμες εργασίες μερικής απασχόλησης, οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι και ανάπηροι, τα μέλη των πολυμελών οικογενειών και οι μονογονικές οικογένειες.
Σε μεγάλη μερίδα σύγχρονων ερευνών η φτώχεια συνεξετάζεται με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σύμφωνα με αυτές, στις αναπτυγμένες χώρες οι πλειονότητα των ατόμων θεωρούν τους φτωχούς υπεύθυνους για την φτώχεια τους και βλέπουν με καχυποψία εκείνους που ζουν ''με έξοδα Δημοσίου''. Πολλοί πιστεύουν ότι οι άνθρωποι που καλύπτονται από τα προνοιακά προγράμματα θα μπορούσαν να βρουν εργασία αν το επιδίωκαν. Οι απόψεις αυτές απέχουν από τα πραγματικά δεδομένα της φτώχειας. Το ένα τέταρτο περίπου εκείνων που ζουν επίσημα στην φτώχεια είναι απασχολούμενοι, τα έσοδα ωστόσο από την εργασία τους τους κρατούν στην φτώχεια. Από τους υπόλοιπους η πλειονότητα είναι παιδιά κάτω των δεκατεσσάρων ετών, ηλικιωμένοι πάνω από εξήντα πέντε ετών, και άνθρωποι με αναπηρίες που αδυνατούν να εργαστούν. Αξίζει να αναφερθεί, επιπλέον, πως ένα σημαντικό ποσοστό εκείνων που ζουν στο όριο της φτώχειας σε μια δεδομένη στιγμή, είτε είχαν ζήσει σε καλύτερες συνθήκες στο παρελθόν είτε αναμένεται να βγουν από την φτώχεια στο μέλλον.
Σε σχετικές μελέτες που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Eurostat φαίνεται πως η χώρα μας για το 2017 με 35% του πληθυσμού να συνδέουν την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, βρίσκεται στην τρίτη θέση στην ΕΕ μετά την Βουλγαρία και την Ρουμανία, ενώ αποτελεί μια από την λίγες χώρες με ανοδική πορεία στους δείκτες σχετικά με προηγούμενα χρόνια. Η χώρα με το μικρότερο ποσοστό είναι η Τσεχία με 12%, ενώ χαμηλά βρίσκονται και οι χώρες της Σκανδιναβίας.
Ο διάλογος για την φτώχεια, σε οικονομικό, ακαδημαϊκό ή πολιτειακό επίπεδο, μοιάζει να είναι ατέρμονος. Ζούμε σε μια ιστορική στιγμή που παγκοσμίως ο στόχος είναι η φτώχεια (η απόλυτη τουλάχιστον) να εξαλειφθεί πλήρως, με τα μοντέλα αντιμετώπισής της να διαδέχονται το ένα το άλλο. Η Ελλάδα περνά αδιαμφισβήτητα έναν σημαντικό οικονομικό κλονισμό τα τελευταία χρόνια με μεγάλη επίδραση στο βιοτικό μας επίπεδο, ωστόσο είναι σημαντικό να μπορούμε να αντιληφθούμε σφαιρικά την έννοια της φτώχειας και την θέση της δικής μας χώρας στο παγκόσμιο αυτό φαινόμενο. Η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης αλλά ταυτόχρονα και του πλούσιου Πρώτου Κόσμου, παρά τις σημαντικές οικονομικές αποστάσεις από τους δυτικούς εταίρους της παραμένει στο ''τυχερό'' κομμάτι του κόσμου.
Τις στατιστικές της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Eurostat θα βρείτε διαθέσιμες στα επίσημα site τους.
Για περισσότερη ενημέρωση στην ευρύτερη θεματική, ελληνόγλωσσα κείμενα θα βρείτε ελεύθερα στο Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων
Σου άρεσε το άρθρο που διάβασες; Κάνε Like & Share!